- φαναρ(ι)τζήδικο
- τό1) фонарная мастерская; 2) мастерская жестянщика
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φαναρ(ι)τζήδικο — το, Ν [φαναρ[ι]τζής, ήδες] το εργαστήριο τού φαναρ(ι)τζή … Dictionary of Greek